γαϊδουροκαθίζω

γαϊδουροκαθίζω
μετ. выставлять на позор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γαϊδουροκαθίζω" в других словарях:

  • γαϊδουροκαθίζω — 1. γαϊδουρογυρίζω* 2. (μτχ. παθ. παρκμ.) γαϊδουρογυρισμένη, η αυτή που έχει διαπομπευθεί …   Dictionary of Greek

  • γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»